1 ξυνεξερχομαι
(τινι Her.)
(μετὰ τοῦ θερμοῦ συνεξέρχεται τὸ ὑγρόν Arst.)
(τινι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь > ξυνεξερχομαι
2 συνεξερχομαι
Древнегреческо-русский словарь > συνεξερχομαι